1 καθαιμασσω
τήβεννος καθῃμαγμένη Plut. — окровавленная тога
(σκήπτρῳ κάρα τινός Eur.)
(τὰς γνάθους Plat.; χρόα Eur.)
Древнегреческо-русский словарь > καθαιμασσω